φούσκωμα

φούσκωμα
το, -ατος
1. διόγκωση: Γυρίζαμε πλάνα μάτια σε μιας θάλασσας πέρα τα φουσκώματα και τα πλάτια (Κ. Παλαμάς).
2. πρήξιμο: Το φούσκωμα στο μέτωπο έγινε από χτύπημα.
3. ύψωμα εδάφους, ψήλωμα: Εκεί στο φούσκωμα του κάμπου.
4. δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια: Νιώθω φούσκωμα απ' το πολύ πεπόνι.
5. μτφ., έπαρση, αλαζονεία, καύχηση, περηφάνια: Είναι νεόπλουτος και περπατάει με φούσκωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φούσκωμα — το, Ν [φουσκώνω] 1. διόγκωση, εξόγκωση 2. διάταση, διεύρυνση 3. εξοίδηση, οίδημα, πρήξιμο 4. δυσφορία που προέρχεται από στομαχική διαταραχή ή από δύσπνοια 5. κόρδωμα, έπαρση …   Dictionary of Greek

  • άγκωμα — το [αγκώνω] 1. όγκωμα, εξόγκωμα, φούσκωμα 2. φούσκωμα στο στομάχι από πολυφαγία και δυσπεψία …   Dictionary of Greek

  • φούσκωση — η 1. φούσκωμα (βλ. λ., 1). 2. φούσκωμα (βλ. λ., 4), δυσφορία από στομαχική διαταραχή ή δύσπνοια. 3. δυσφορία στην αναπνοή, δύσπνοια, λαχάνιασμα. 4. ερεθισμός, ψυχική δυσφορία ή οδύνη, θλίψη: Φούσκωση μεγαλύτερη δε θέλει να τση δώσει, γιατί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξαρμα — το (AM ἔξαρμα) [εξαίρω] 1. άρση, ύψωση, ύψωμα τού εδάφους, λόφος 2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο 3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα ειδικ. «το έξαρμα τού πόλου» το ύψος τού ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα τού… …   Dictionary of Greek

  • έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • ανέβασμα — το 1. ανάβαση 2. ανύψωση, φούσκωμα 3. ανηφοριά 4. δύσπνοια 5. ματακόμιση προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… …   Dictionary of Greek

  • αναζύμωση — η (Α ἀναζύμωσις) [ἀναζυμώνω] ζύμωση, φούσκωμα νεοελλ. το εκ νέου ζύμωμα, ξαναζύμωμα ή απλώς ζύμωμα …   Dictionary of Greek

  • ανακόλπωση — η [ανακολπώνομαι] (για πανιά πλοίου) διόγκωση από τον αέρα, φούσκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”